- ὀρθοβουλίαν
- ὀρθοβουλίᾱν , ὀρθοβουλίαright counselfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθοβουλία — η (Α ὀρθοθουλία) [ορθόβουλος] ορθή βουλή, ορθή σκέψη («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῡ άνδρὸς κατηγοροῡσι», Πολ.) … Dictionary of Greek